- αναβάλλει
- одложи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ἀναβάλλει — ἀναβάλλω throw up pres ind mp 2nd sg ἀναβάλλω throw up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
αμβολογήρα — ἀμβολογήρα, η (Α) αυτή που αναβάλλει τα γηρατιά, που διατηρεί επί μακρόν τη νεότητα (επωνυμία τής Αφροδίτης στην αρχ. Σπάρτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβολὴ + γῆρας το πρόθημα ἀμβ χαρακτηριστικό ποιητικών λ., αντί τού ἀναβ ] … Dictionary of Greek
αναβλητικός — ή, ό 1. αυτός που συνηθίζει να αναβάλλει, να μεταθέτει τον χρόνο εκτελέσεως κάποιας ενέργειας, ο διστακτικός 2. αυτός που προκαλεί αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβάλλω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβλητικότητα ( ης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους ελληνικούς… … Dictionary of Greek
αναβλητικότητα — η το να αναβάλλει κανείς, συνεχής αναβολή, μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… … Dictionary of Greek
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
οκνόφιλος — ὀκνόφιλος, ον (Α) αυτός που διστάζει ή αναβάλλει να κάνει κάτι, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + φίλος (πρβλφ. λογό φιλος)] … Dictionary of Greek
παρακαθεκτικός — ή, όν, Α [παρακατέχω] αυτός που έχει τη δύναμη ή την επιτηδειότητα να κρατά κοντά του, να εμποδίζει ή να αναβάλλει κάτι … Dictionary of Greek
παρελκυ(σ)τής — ό, θηλ. παρελκύστρ(ι)α, Α [παρελκύω] αυτός που επιβραδύνει κάτι, που αναβάλλει … Dictionary of Greek